Αναφερόμαστε στο πιο πάνω θέμα, θέλοντας να σας παρουσιάσουμε την παρούσα κατάσταση εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας, κάτω από το πρίσμα του Συνδέσμου Ειδικών Παιδαγωγών. Ο Σύνδεσμος μπορεί στη συνέχεια να αναφερθεί και σε εισηγήσεις σχετικές με στόχο την απαύλυνση των προβλημάτων που παρουσιάζονται στη παρούσα φάση.
Αναμφίβολα το 1999, όταν ψηφιζόταν η υφιστάμενη νομοθεσία, αυτή αποτελούσε πολύ πρωτοποριακή μορφή νομοθεσίας και παρατηρούσαμε ότι σε αρκετά μεγάλο βαθμό ταυτιζόταν με τα ερευνητικά δεδομένα και τις πρακτικές που εφαρμόζονταν σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα. Σήμερα, όμως δεκαοχτώ χρόνια μετά, η νομοθεσία αυτή χρήζει αλλαγών, με στόχο να μπορέσει να συμπορευτεί τόσο με τα καινούρια ερευνητικά δεδομένα που αφορούν τον κλάδο, όσο και με καινούριες πρακτικές και πολιτικές, με γνώμονα πάντα τη βελτίωση των υπηρεσιών στα άτομα με αναπηρίες και στις οικογένειές τους.
Καταρχήν, είναι πεποίθηση του Παγκυπρίου Συνδέσμου Ειδικών Παιδαγωγών ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο ονομάζεται το ίδιο το άτομο με αναπηρίες. Ο προηγούμενος όρος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ήταν ο όρος παιδί με Ειδικές Ανάγκες. Ασπαζόμενοι όμως το κοινωνικό μοντέλο αντίληψης της αναπηρίας και ακολουθώντας την Παγκόσμια Κίνηση Ατόμων με αναπηρίες όπου η αναπηρία δεν διαχωρίζεται από το άτομο, εισηγούμαστε τη χρήση του όρου άτομα με αναπηρίες. Επίσης, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να αλλάξει ο όρος «κανονική « τάξη ο οποίος χρησιμοποιείται στην υφιστάμενη νομοθεσία και θα πρέπει να αντικατασταθεί με τον όρο «γενική τάξη», μια και μιλάμε πλέον για ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα πρέπει να είναι έτοιμο να δεχθεί στους κόλπους του όλα τα άτομα με αναπηρίες, ανεξάρτητα με το ποιες είναι αυτές. Με αυτό το τρόπο θα προχωρήσουμε από μια νομοθεσία Ενσωμάτωσης, σε μια νομοθεσία Ενιαίου Σχολείου.
Ένα πολύ σημαντικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης νομοθεσίας, είναι το γεγονός ότι η εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρίες ξεκινά στην ηλικία των τριών ετών. Αυτό αναμφίβολα προκαλεί μεγάλα προβλήματα και αφήνει την εκπαίδευση έξω από το πλαίσιο του ατόμου τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του. Όλοι όμως εμείς οι επαγγελματίες, γνωρίζουμε πόσο σημαντικά είναι τα χρόνια αυτά, γι αυτό και εισηγούμαστε όπως ξεκινά η εκπαίδευση από την στιγμή εκείνη όπου θα διαγνωστεί ένα παιδί και όχι από την ηλικία των τριών ετών.
Δυστυχώς, οι υφιστάμενοι έγκαιροι μηχανισμοί εντοπισμού παιδιών με αναπηρίες που εφαρμόζονται σήμερα, δεν ανταποκρίνονται στο βαθμό του να γίνεται έγκαιρος ο εντοπισμός και να ξεκινά μια άμεση παρέμβαση, με στόχο την αντιμετώπιση των δυσκολιών του παιδιού. Οι υφιστάμενες πρακτικές, δεν είναι αποτελεσματικές και καθυστερούν πολύ. Επίσης, δυστυχώς στα πλαίσια του γενικού σχολείου οι μόνοι επαγγελματίες οι οποίοι εργοδοτούνται είναι οι Ειδικοί Παιδαγωγοί και οι Λογοθεραπευτές. Ειδικότητες όπως είναι οι Εργοθεραπευτές, οι Μουσικοθεραπευτές, οι Φυσιοθεραπευτές, εργοδοτούνται μόνο σε Ειδικά Σχολεία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει αξιολόγηση από τους υφιστάμενους επαγγελματίες άμεσα και έτσι να γίνεται μεγάλη καθυστέρηση στις αξιολογήσεις από τους υφιστάμενους επαγγελματίες.
Επίσης δυσκολίες παρουσιάζονται στον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η Ειδική Εκπαίδευση στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης στη Δημοτική και Προδημοτική Εκπαίδευση. Η νομοθεσία είναι πολύ γενική και δεν ορίζει πόσες ώρες Ειδικής Εκπαίδευσης ή Λογοθεραπείας θα πρέπει να παρέχονται στο κάθε παιδί. Αποτέλεσμα της γενικής αυτής διατύπωσης, είναι να δίνεται στη κάθε περίπτωση μαθητή ανεξάρτητα από το ποιες αναπηρίες παρουσιάζει καθορισμένος χρόνος παροχής Ειδικής Εκπαίδευσης (φέτος δινόταν 1.8 περίοδοι για το κάθε παιδί). Η συγεκριμένη πρακτική χαρακτηρίζεται ως μη ικανοποιητική μια και ένα παιδί με Μαθησιακές Δυσκολίες, λαμβάνει τον ίδιο χρόνο παρέμβασης με ένα παιδί που παρουσιάζει Νοητική Καθυστέρηση ή Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος. Επίσης η υφιστάμενη νομοθεσία δεν αναφέρει το μέγιστο αριθμό παιδιών, με τα οποία θα εργάζεται ο κάθε Ειδικός Παιδαγωγός, με αποτέλεσμα, να αυξάνονται τα περιστατικά κατά τη διάρκεια του έτους, μια και εγκρίνονται διαρκώς καινούρια περιστατικά, χωρίς να διορίζονται όμως νέοι Ειδικοί Παιδαγωγοί.
Οι Ειδικές Μονάδες αποτελούν ένα υφιστάμενο τρόπο παροχής υπηρεσιών Ειδικής Εκπαίδευσης και Λογοθεραπείας και μπορούν να εντοπιστούν τόσο στα πλαίσια της Προδημοτικής όσο και της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η υφιστάμενη νομοθεσία είναι όμως πάλι πολύ γενική, χωρίς να διασφαλίζει ούτε τις διαγνώσεις που θα πρέπει να έχουν οι μαθητές για να φοιτήσουν σε μια Ειδική Μονάδα, ούτε και τον ελάχιστο ή το μέγιστο αριθμό των παιδιών που θα φοιτούν σε αυτές. Αυτή η παράλειψη, προκαλεί τεράστια προβλήματα. Επίσης στο Παγκύπριο Σύνδεσμο Ειδικών Παιδαγωγών έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις αιθουσών Ειδικών Μονάδων, οι οποίες κτιριακά δεν είναι κατάλληλες για να λειτουργήσουν ως Ειδικές Μονάδες δυστυχώς.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια πολύ μεγάλη αύξηση στη φοίτηση παιδιών στα πλαίσια Ειδικών Σχολείων. Η πρακτική αυτή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, φαίνεται να καταστρατηγεί τη φιλοσοφία της Ενιαίας Εκπαίδευσης. Πολλά παιδιά με σοβαρές αναπηρίες καταφεύγουν στα Ειδικά Σχολεία, μια και είναι οι μοναδικοί χώροι, οι οποίοι στελεχώνονται με ειδικότητες όπως είναι οι Εργοθεραπευτές, Μουσικοθεραπευτές, Φυσιοθεραπευτές, οι οποίοι μόνο σε πλαίσια Ειδικών Σχολείων εντοπίζονται. Το γεγονός ότι παρατηρείται μια λιγότερη εναλλάξιμη πρακτική, αναφορικά με τις μεταθέσεις προσωπικού, αυξάνει τα πλαίσια της επαγγελματικής κόπωσης στα συγκεκριμένα πλαίσια εργασίας. Επίσης, παρατηρείται ότι δεν υπάρχει καμιά νομοθετική ρύθμιση, η οποία να προνοεί την εργοδότηση νοσηλευτικού προσωπικού στα συγκεκριμένα σχολεία, μια και σε αυτά φοιτούν πολλά παιδιά με σοβαρές αναπηρίες, τα οποία χρήζουν και ιατρικής παρακολούθησης.
Αναφορικά με άλλες υπηρεσίες οι οποίες συσχετίζονται άμεσα με την εφαρμογή της νομοθεσίας, γίνεται αναφορά σε τρία συγκεκριμένα πλαίσια: στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης και στις υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων. Σε όλα τα προαναφερόμενα τμήματα και υπηρεσίες, παρουσιάζεται τόσο μεγάλος φόρτος εργασίας, με αποτέλεσμα αυτό να δυσχεραίνει έντονα το έργο της ουσιαστικής παροχής ολόπλευρων υπηρεσιών στα άτομα.
Οι γονείς των ατόμων με αναπηρίες, αποτελούν αναμφίβολα ένα πολύ σημαντικό υποστηριχτή των προσπαθειών που γίνονται από τους επαγγελματίες. Ο υφιστάμενος νόμος ορίζει ποιος είναι ο γονέας των παιδιών με αναπηρίες από τη μια και από την άλλη, ορίζει τα δικαιώματά του, κάνοντας αναφορά στο δικαίωμα έφεσης που κατέχει ο γονέας. Πιστεύουμε, ότι ιδιαίτερα σημαντική είναι η υποχρεωτική παροχή Συμβουλευτικής προς τους γονείς των παιδιών με αναπηρίες, γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικό το να αντιληφθούν οι γονείς την πραγματικότητα του παιδιού τους.
Αν και όπως έχει αναφερθεί παραπάνω η υφιστάμενη νομοθεσία είναι σε εφαρμογή από το 2001, εντούτοις δεν έχει υπάρξει καμιά επίσημη πολιτική για την ενημέρωση των εκπαιδευτικών γενικής εκπαίδευσης σχετικά με την εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρίες. Τα υφιστάμενα Αναλυτικά Προγράμματα, δεν αφορούν τους μαθητές με αναπηρίες αλλά όλους τους υπόλοιπους. Επίσης στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που είναι το αρμόδιο σώμα για την επιμόρφωση και εκπαίδευση των υφιστάμενων εκπαιδευτικών, δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας αποσπασμένος που να προέρχεται από το χώρο της αναπηρίας.
Η προαναφερόμενη κατάσταση, αφορά την υφιστάμενη πρακτική στη Δημοτική και Προδημοτική εκπαίδευση. Δυστυχώς η κατάσταση των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι πολύ διαφορετική, μια και η υφιστάμενη νομοθεσία, ενώ θα έπρεπε να ισχύει και για τη Μέση Εκπαίδευση, εντούτοις αυτό δεν υφίσταται. Επισυνάπτεται ξεχωριστό υπόμνημα το οποίο παρουσιάζει τη κατάσταση στη Μέση Εκπαίδευση και την ουσιαστική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή φαίνεται στη Μέση Εκπαίδευση.
Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ειδικών Παιδαγωγών, είναι πρόθυμος να συμμετέχει σε ένα ουσιαστικό διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, με κύριο στόχο τη βελτίωση της υφιστάμενης νομοθεσίας από τη μια και τη γενικευμένη εφαρμογή της νομοθεσίας σε όλα τα πλαίσια της εκπαίδευσης.
Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες τυχόν χρειαστείτε.